Σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας

Τα περισσότερα παιδιά με αυτό το σύνδρομο, παρουσιάζουν συμπτώματα τόσο διάσπασης προσοχής αλλά και υπερκινητικότητας. Στην πρώτη περίπτωση πολλές περιπτώσεις γίνονται αντιληπτές από τους γονείς ή τους δασκάλους και τους ψυχολόγους όταν τα παιδιά παρουσιάζουν υπερκινητικότητα, είναι παρορμητικά, αφηρημένα και λειτουργούν με ένα τρόπο απροσάρμοστο και προκλητικό.

Κάθε σύμπτωμα (ελλειμματική προσοχή, υπερκινητικότητα) πρέπει να υπάρχει και να επιμένει τουλάχιστον για ένα διάστημα έξι μηνών και περισσότερο και να εμφανίζεται σε διάφορες εκφάνσεις της ζωής του παιδιού.

Οι ψυχολόγοι που ασχολούνται με τη διαχείριση της διαταραχής επικεντρώνονται πρωταρχικά στο πώς η διαταραχή επηρεάζει τη συμπεριφορά και τη μάθηση και στο τι μπορεί να γίνει για τη βελτίωση αυτής της κατάστασης. Αξιολογούν την επίδραση και τα αποτελέσματά της στην οικογένεια και ενισχύουν τους γονείς ή τους κηδεμόνες στο πώς να διαχειρίζονται το παιδί.

Μεγάλη είναι και η διαμάχη αναφορικά με τους καταλληλότερους τρόπους μέτρησης του συνδρόμου. Οι ψυχολόγοι χρησιμοποιούν βαθμίδες κατηγοριοποίησης, ερωτηματολόγια και άλλα τεστ για να συλλέξουν πληροφορίες από το παιδί, τους γονείς ή τους κηδεμόνες και τους δασκάλους (τόσο στο σπίτι όσο και στην τάξη). Η παρατήρηση της συμπεριφοράς ενός παιδιού συνήθως λαμβάνεται συμπληρωματικά υπόψη στα τεστ. Τα γνωσιακά τεστ της προσοχής και της επιρροής στη μνήμη και στη μάθηση μπορούν να λειτουργήσουν βοηθητικά στην οριοθέτηση και ανάλυση τη διαταραχή ελλειμματικής προσοχής.

Άλλες μετρήσεις που χρησιμοποιούνται από ψυχολόγους συμπεριλαμβάνουν τεστ IQ , τεστ μάθησης, διαβάσματος και μαθηματικών, κλίμακες οι οποίες αξιολογούν τη συμπεριφορά και την κοινωνική συναναστροφή.

Update cookies preferences