Σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας

Επίσης συλλέγουν πληροφορίες όπως πληροφορίες για τη γέννηση του παιδιού και την πρώιμη εξέλιξή του, συμπεριλαμβανομένων και άλλων σημαντικών γεγονότων της ζωής όπως τραυματισμοί ή νοσηλείες.

Η επίσημη διάγνωση του συνδρόμου είναι πολύπλοκη.

Υπάρχουν δυο βασικά κριτήρια, ή ομάδες συμπτωμάτων τα οποία συνήθως χρησιμοποιούνται για να κάνουμε διάγνωση τόσο για τα συμπτώματα της ελλειμματικής προσοχής όσο και για τα συμπτώματα της υπερκινητικότητας. Θα θέλαμε να επισημάνουμε εδώ πως η ερευνητική ομάδα του πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνας υπό την επιτήρηση του Δρ Μπάρκλει, μελέτησαν 760 οικογένειες και κατάληξαν στο συμπέρασμα πως από τη στιγμή που θα εκδηλωθεί η διαταραχή μέχρι την επίσημη διάγνωση (χρόνος αντίληψης από τους γονείς μέχρι να απευθυνθούν σε κάποιον ειδικό και να τεθεί κάποια διάγνωση) περνάνε κατά μέσω όρο δύο χρόνια. Ενώ τονίζεται πως όσο νωρίτερα τεθεί η διάγνωση, τόσο αποτελεσματικότερη θα είναι η θεραπεία, η οποία μπορεί να προλάβει σοβαρά προβλήματα στη μετέπειτα ζωή. Το ανησυχητικό στην ίδια έρευνα είναι πως ενήλικες που λάβανε ελλιπή ή και καθόλου θεραπεία για το ΣΕΠΥ είχανε τριπλάσια εως και πενταπλάσια πιθανότητα να χάσουν τη δουλειά τους ενώ το 75% ήταν διαζευγμένοι. Επίσης το 40% των εφήβων που δεν έλαβαν κάποιου είδους βοήθεια είχανε τουλάχιστον μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη.

Η αξιολόγηση της διάγνωσης του συνδρόμου υπερκινητικότητας και ελλειμματικής προσοχής γίνεται σε πρώτη φάση από κάποιον ειδικό γιατρό όπως για παράδειγμα παιδίατρο ή παιδοψυχίατρο. Είναι επίσης σύνηθες να γίνεται από κάποιον κλινικό παιδοψυχολόγο, κλινικό νευροψυχολόγο ή και από κάποιον αναπτυξιακό ή εκπαιδευτικό ψυχολόγο. Οι κλινικοί νευροψυχολόγοι είναι ίσως αυτοί που κυρίως εμπλέκονται σε περιπτώσεις που παρατηρούνται δυσλειτουργίες του εγκεφάλου ή γνωστικές δυσλειτουργίες.

Update cookies preferences